- σωφρονιστῆρα
- σωφρονιστήρwisdom-teethmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσωπαλγία — η, Ν νευραλγία τού τριδύμου η οποία προέρχεται από ψύξη ή από δύσκολη έκφυση οδόντος, ιδίως σωφρονιστήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + αλγία* Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek